νεανικῶν

νεανικῶν
νεανικέω
to be youthful
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
νεᾱνικῶν , νεανικός
youthful
fem gen pl
νεᾱνικῶν , νεανικός
youthful
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σουίνμπερν, Άλτζερνον Τσαρλς — (Swinburne). Άγγλος ποιητής (Λονδίνο 1837 Πούτνεϊ, Λονδίνο 1909). Σπούδασε στο Ήτον από όπου όμως διώχτηκε για πειθαρχικούς λόγους. Με τις αντικομφορμιστικές ιδέες του για την έκλυτη ζωή του προκάλεσε σκάνδαλο και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το… …   Dictionary of Greek

  • Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… …   Dictionary of Greek

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • παιδομόρφωση — η βιολ. βιολογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη διατήρηση στα ενήλικα άτομα νεανικών ή και προνυμφικών χαρακτήρων σε ορισμένα ζώα …   Dictionary of Greek

  • Αμμώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ακαδημαϊκός φιλόσοφος (1ος αι. μ.Χ.). Δίδαξε στην Αθήνα ως σχολάρχης της Ακαδημίας και είχε μαθητή τον Πλούταρχο, από τους Διαλόγους του οποίου είναι γνωστός. O Α. είναι o παλαιότερος εκπρόσωπος της… …   Dictionary of Greek

  • Γιάκομπσεν, Γενς Πέτερ — (Jens Peter Jacobsen, Τίστεντ 1847 – 1885). Δανός συγγραφέας. Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε σε στενή επαφή με τη φύση. Σπούδασε φυσική και χημεία στην Κοπεγχάγη και μετά βοτανική. Οπαδός του Δαρβίνου, μετέφρασε τα έργα του και διέδωσε τις… …   Dictionary of Greek

  • Γκεβάρα, Ερνέστο Τσε — (Ernesto Che Guevara,Ροζάριο, Αργεντινή 1928 – Χιγκέρας, Βολιβία 1967).Αργεντινός πολιτικός και επαναστάτης. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες. Νέος ακόμα πήρε μέρος στο μαρξιστικό κίνημα και το 1954 κατάφυγε στο Μεξικό, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Έλιοτ, Τζορτζ — (George Elliot, Άρμπερι Φαρμ, Γουορικσάιρ 1819 – Τσέλσι, Λονδίνο 1880). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Αγγλίδας συγγραφέως Μέρι Αν Έβανς (Mary Ann Evans). Πέρασε τα παιδικά και τα πρώτα νεανικά της χρόνια στο Γουορικσάιρ –όπου διαδραματίζονται πολλά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”